παρατροπή

παρατροπή
η / δωρ. τ. παρατροπά, ΝΜΑ [παρατρέπω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατρέπω, αλλαγή κατευθύνσεως, παρέκκλιση, εκτροπή («οὐκ ἔστιν θανάτου παρατροπὰ μελέᾳ μοι», Ευρ.)
2. παρεκτροπή, λοξοδρόμηση («παρατροπὴ τῆς ὁδοῡ», Διον. Αρεοπ.)
3. (με ηθικ. σημ.) εκτροπή από τον ίσιο δρόμο, πλάνη, σφάλμα, ανήθικη πράξη
νεοελλ.-μσν.
ξεστράτισμα τού νου, σύγχυση, ταραχή («κάν' ο λαός με τσι φωνές παρατροπή μεγάλη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. αποτροπή, μέσο αποτροπής («μηχανώμενοι... παρατροπὰς τῶν ἀβουλήτων», Πλούτ.)
μικρή αλλαγή, μεταβολή, μετατροπή
3. παραπλάνηση
4. παράκρουση
5. διαστροφή, παραμόρφωση
6. μτφ. πλάγιο ρεύμα
7. παρέκβαση («τὰς ἐκ τῶν παρατροπῶν ἐπανόδους», Λουκιαν.)
8. φρ. «ἐκ παρατροπῆς» — με διαστροφή τής σημασίας (Κλήμ. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρατροπή — turning away fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατροπῇ — παρατροπέω trying to lead pres subj mp 2nd sg παρατροπέω trying to lead pres ind mp 2nd sg παρατροπέω trying to lead pres subj act 3rd sg παρατροπέω trying to lead pres subj mp 2nd sg παρατροπέω trying to lead pres ind mp 2nd sg παρατροπέω trying …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατροπῆι — παρατροπῇ , παρατροπέω trying to lead pres subj mp 2nd sg παρατροπῇ , παρατροπέω trying to lead pres ind mp 2nd sg παρατροπῇ , παρατροπέω trying to lead pres subj act 3rd sg παρατροπῇ , παρατροπέω trying to lead pres subj mp 2nd sg παρατροπῇ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατροπαῖς — παρατροπή turning away fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατροπαί — παρατροπή turning away fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατροπήν — παρατροπή turning away fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατροπά — παρατροπά̱ , παρατροπή turning away fem nom/voc/acc dual παρατροπά̱ , παρατροπή turning away fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • одоланиѥ — ОДОЛАНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Отклонение, отказ: но ѡдоланиѥмь волнымь ѿ лѹчьшаго въ хѹжьшеѥ въпасти имъ… самоволно. (τῇ παρατροπῇ) ГА XIV1, 46а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παρατροπικός — ή, όν, Α [παράτροπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρατροπή, σε παρέκκλιση, σε εκτροπή, ο παράτροπος …   Dictionary of Greek

  • ՅԵՂՈՒՄՆ — (ղման.) NBH 2 0355 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c գ. τροπή, παρατροπή versio, conversio, deflexio, digressio. Այլայլութիւն. փոփոխումն. յեղափոխութիւն. պէսպիսութիւն. շրջշրջումն. *Հիացումն՝ յեղումն մտացն՝ քուն է… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”